- προλογικός
- -ή, -ό, Ν [πρόλογος]αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πρόλογο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προοιμιακός — ή, ό / προοιμιακός, ή, όν, ΝΜΑ [προοίμιον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προοίμιο, προλογικός, εισαγωγικός νεοελλ. μσν. το αρσ. ως ουσ. ο προοιμιακός (λειτ.) ο 103ος Ψαλμός τού Ψαλτηρίου τής Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος αποτελεί το προοίμιο τού… … Dictionary of Greek
προοιμιώδης — ῶδες Μ [προοίμιον] εισαγωγικός, προλογικός … Dictionary of Greek